- ἐξεύχομαι
- ἐξεύχομαι1 boast c. acc. & inf.
τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εξεύχομαι — ἐξεύχομαι (Α) [εύχομαι] 1. καυχιέμαι («γένος τ ἄν ἐξεύχοιο», Αισχύλ.) 2. ποθώ … Dictionary of Greek
ἐξεύχομαι — boast aloud pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευχόμεσθα — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 1st pl ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 1st pl ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχετο — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχεται — ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχοιο — ἐξεύχομαι boast aloud pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηύχου — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξευγμένα — διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp neut nom/voc/acc pl διεξευγμένᾱ , διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem nom/voc/acc dual διεξευγμένᾱ , διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύχετ' — ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχεται , ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξευγμένων — σύν ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem gen pl σύν ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek